Η τουρκική γλώσσα αποτελεί την ευρύτερα ομιλούμενη γλώσσα της κυριότερης οικογένειας του αλταϊκού γλωσσικού κλάδου, δηλαδή της οικογένειας των τουρκογενών γλωσσών. Είναι η επίσημη γλώσσα του τουρκικού Κράτους με περίπου 70 εκατ. ομιλητές, ενώ ομιλείται από πληθυσμούς σε γειτονικές χώρες, όπως η Κύπρος, η Ελλάδα, η Βουλγαρία, η Βόρεια Μακεδονία, η Γεωργία κ.α.
Η πρότυπη μορφή της τουρκικής γλώσσας είναι η οθωμανική τουρκική, τα Οσμάνλιτζα, ενώ σήμερα η καθομιλουμένη, καθιερωμένη γλώσσα είναι τα Τουρκικά της Κωνσταντινούπολης. Η οθωμανική τουρκική γλώσσα χαρακτηρίζεται από τον μεγάλο λεξικολογικό δανεισμό από τα Αραβικά και τα Περσικά, την υιοθέτηση του αραβικού αλφάβητου, του τρόπου γραφής αλλά και γραμματικών και συντακτικών χαρακτηριστικών της αραβικής. Αυτή η γλώσσα υποχώρησε με τη γλωσσική πολιτική που εφάρμοσε το τουρκικό Κράτος τη δεκαετία του ’30, δίνοντας τη θέση της στην σημερινή καθιερωμένη τουρκική.
Η γλωσσική πολιτική ή αλλιώς «γλωσσική επανάσταση», όπως αναφέρεται στην τουρκική ιστοριογραφία, που ξεκίνησε το 1928 ήταν μια από τις ριζικότερες αλλαγές που έγιναν στο νέο τουρκικό Κράτος. Αυτή η μεταρρύθμιση σχεδιάστηκε από τον ίδιο τον Μουσταφά Κεμάλ και στόχευε στην απλοποίηση και τον «εκτουρκισμό» της γλώσσας, αφαιρώντας ένα μεγάλο κομμάτι αραβοπερσικών στοιχείων και εισάγοντας μία μορφή του λατινικού αλφάβητου ικανού να εκφράσει τους πολλούς φθόγγους φωνηέντων της τουρκικής.
Η τουρκική είναι συγκολλητική γλώσσα, που σημαίνει ότι έχουμε συγκολλημένα στοιχεία με ξεχωριστή γραμματική λειτουργία, μορφήματα με σαφή όρια μεταξύ τους. Κάθε γραμματική έννοια εκφράζεται με διαφορετικό μόρφημα. Το σύστημα παραγωγής και κλίσης της τουρκικής εφαρμόζει την αρχή της προσθήκης επιθήματος (κατάληξης) σε επίθημα. Το φωνήεν του κάθε επιθήματος που προστίθεται συμφωνεί με το φωνήεν που προηγείται βάσει του γλωσσικού φαινομένου της «αρμονίας των φωνηέντων», βασικό χαρακτηριστικό των τουρκογενών γλωσσών.
Στην Ελλάδα, σε μια σειρά από αυτόχθονες μειονοτικές γλώσσες (βλ. τουρκικά, σλαβομακεδονικά, αρομουνικά ή κουτσοβλαχικά, πομακικά και ρομανί), τα Τουρκικά είναι η μόνη αναγνωρισμένη μειονοτική γλώσσα και είναι η μητρική γλώσσα των τουρκόφωνων της Θράκης, που μαζί με τους Πομάκους και τους Αθίγγανους, αποτελούν τη μουσουλμανική μειονότητα στην Ελλάδα.
Την τουρκική γλώσσα δεν τη συναντάμε όμως μόνο στη μουσουλμανική μειονότητα. Υπάρχουν άλλες τρεις μεγάλες πληθυσμιακές ομάδες οι οποίες μπορούν και εκφράζονται μέσω αυτής, ομάδες που κάποτε είχαν ως μητρική γλώσσα τα Τουρκικά. Μία από αυτές είναι η μουσουλμανική κοινότητα στη Δωδεκάνησο, η οποία δεν συμπεριλήφθηκε στην ανταλλαγή των πληθυσμών της Συνθήκης της Λωζάννης, διότι το 1923 η περιοχή δεν αποτελούσε ελληνική γη, αλλά ιταλική. Μια άλλη σημαντική κοινότητα είναι αυτή των ορθόδοξων χριστιανών Ουρούμ από τη Γεωργία, που αρχές της δεκαετίας του ’90 δημιούργησαν ένα αρκετά μαζικό κύμα μετανάστευσης στη βόρεια Ελλάδα, κυρίως στη Θεσσαλονίκη. Και τέλος, μια τρίτη ομάδα είναι αυτή των τουρκόφωνων μικρασιατών προσφύγων στους οποίους η τουρκοφωνία εντοπίζεται μέχρι και στην 3η γενιά.
Δεν είναι άστοχο να πούμε λοιπόν ότι η τουρκική γλώσσα αποτελεί κομμάτι της πολιτισμικής μας ταυτότητας με τον έναν ή τον άλλο τρόπο. Από το πολυάριθμο κοινό λεξιλόγιο της ελληνικής και της τουρκικής γλώσσας που έχει να κάνει με την μακρόχρονη συμβίωση ελληνόφωνων και τουρκόφωνων και που αποτυπώνεται στον καθημερινό μας λόγο και στην έκφραση, μέχρι τις ομάδες του δίγλωσσου πληθυσμού, που μπορούν και εκφράζονται στα τουρκικά, η τουρκική γλώσσα είναι τόσο οικεία σε μας όσο καμία άλλη.